- γλεντοκόπι
- τοτο γλεντοκόπημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλεντοκόπι — και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ] 1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου») 2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα») … Dictionary of Greek
γιορτολόγημα — το 1. η προετοιμασία για μια γιορτή 2. πληθ. το συχνό γλεντοκόπι και ξεφάντωμα … Dictionary of Greek
χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] … Dictionary of Greek
ξεφάντωση — η η διασκέδαση, το γλεντοκόπι, το ξεφάντωμα: Και ξεφάντωση γυρεύει με τραγούδια τρυφερά (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαροκόπι — το χαρά, γλεντοκόπι, ξεφάντωμα: Έχουν χαροκόπι απόψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)